Ἐτεάρχου

Ἐτεάρχου
Ἐτέαρχος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Βάττος — I (5ος αι. π.Χ.). Κορίνθιος στρατηγός. Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου ανέλαβε την υπεράσπιση της ατείχιστης Σολυγείας, την οποία απειλούσαν 2.000 Αθηναίοι και Καρυστινοί οπλίτες υπό την αρχηγία του Νικία. II Όνομα βασιλιάδων της… …   Dictionary of Greek

  • Φρονίμη — Κόρη του βασιλιά Ετέαρχου στον Αξό της Κρήτης. Ο Ετέαρχος έβαλε τον φίλο του έμπορο Θεμίσωνα, από τη Θήρα, να του ορκιστεί πως θα εκτελούσε οποιαδήποτε επιθυμία του. Έπειτα του ζήτησε να πάρει την κόρη του, που την είχε συκοφαντήσει στον πατέρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”